Sonho

Τράβηξα δειλά δειλά
της Κερκόπορτας το σύρτη
και πήραν φωτιά τα μάτια μου
μάγκα μου απ’ όσα είδαν.

Πολιτεία απέραντη
από γυαλί και κεχριμπάρι,
τα χρώματα της ίριδας
της έπλεκαν στεφάνι.

Στα στενά της σέρνονταν
άγιοι σκοτεινοί κι αγύρτες
και στο λιμάνι αθίγγανοι
μοιρίζανε παλάμες.

Ο Ανέστος τρυφερά
γέμιζε καρφιά τα χέρια
κι ο Μεβλανά Τζελαλεδίν
γυρνούσε και γυρνούσε.

Κι έτσι όπως χάζευα
δερβισάδες, μπεκτασίδες,
άλαλοι με κυκλώσανε
μα ακόμα τους ακούω.

Σεμ ολντού ασίκ λαρί
άνθρωπέ μου τι ξεφτύλα,
να σου χαλάνε το όνειρο
κι εσύ να τους αφήνεις.

Πίσω ξαναγύρισα
χίλια εννιακόσια ενενήντα,
με τα δίδυμα αγκαλιά
κοιμάται η κυρά μου.


Puxei devagar, devagar
o trinco
e inflamaram meus olhos
cara do que eu vi.

Estado sem limites
Do vidro e âmbar,
as cores do arco-íris
teceu a coroa.

No rastro estreito
santos escuros e vagabundos
e na porta ciganos
palmas aparecem

O ressuscitado de modo terno
cheios de pregos mãos
e o Mevlana Tzelaledin
vira e gira ao redor.

E então, como contemplando
circulam
algo emudecido
mas ainda os ouve

Como velha sombra
meu homem
para estragar o seu sonho
e você o faz sair.

Eu de volta
Mil e novecentos e noventa
com os gêmeos abraços
minha senhora dorme.

Marco Aurelio Funchal, Marco Aurelio Funchal © 19.09.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info