In Salamina

Στης Σαλαμίνας τα νερά
καράβι ταξιδεύει
κι ένα κορίτσι στη στεριά
τη μάνα του γυρεύει

Ρίχνει σταυρό στη θάλασσα
πετροβολάει το χώμα
δώδεκα χρόνια πέρασαν
και τη θυμάται ακόμα

Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελα και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου κυνηγημένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη

Στης Σαλαμίνας τα νερά
κοιμάται το φεγγάρι
κι ένα κορίτσι στη στεριά
για τ’ όνειρο σαλπάρει

Βλέπει της Σμύρνης τη φωτιά
του Κορδελιού τη στάχτη
κι ένα λουλούδι που άνθιζε
στου κήπου τους τον φράχτη

Μάνα που πάλευες μες στα λιμάνια
δίχως χαμόγελα και περηφάνια
μάνα που λύγισες μες στα μουράγια
μάνα μου μάνα μου κυνηγημένη
από τη κούνια σου στη Μενεμένη


Op de zee bij Salamina
vaart een schip
en een meisje aan wal
zoekt haar moeder.

Ze gooit een kruis in zee
en stenen op de grond;
twaalf jaar verstreken,
maar nog steeds herinnert ze zich haar.

Moeder, je worstelde ermee in de havens,
zonder glimlach of trots;
moeder, je boog ervoor op de kades;
mijn moeder, mijn moeder, opgejaagd
van in je wieg in Menemenis.

Op de zee bij Salamina
slaapt de maan
en een meisje aan wal
licht het anker naar de droom.

Ze ziet de brand in Smyrna,
de as van Kordelio,
en een bloem die bloeide
bij het hek van hun tuin.

Moeder, je worstelde ermee in de havens,
zonder glimlach of trots;
moeder, je boog ervoor op de kades;
mijn moeder, mijn moeder, opgejaagd
van in je wieg in Menemenis.

renehaentjens © 16.11.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info