Il sogno

Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μην το κάμει
να γίνει αληθινό

Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλληκάρι
χλωμό σαν το φεγγάρι
σαν νύχτα σιγανό

Δεν είν’ αγέρας σκέφτηκα
κι εσένα που σε δέρνει
η απελπισιά σε παίρνει
κι η απονιά του κόσμου

Και χύθηκα απ’ το θάνατο
τον δύστυχο ν’ αρπάξω
ωιμέ! πριν ή προφθάξω
εχάθηκε από μπρος μου

Στα ρέματα παράσκυψα
να τόνε βρω γυρεύω
στα ρέματα αγναντεύω
το λείψανό μου αχνό

Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μην το κάμει
να γίνει αληθινό


Ieri ho sognato
un fiume profondo,
Dio non faccia sì
che sia veritiero.

Sulla sua riva c'era
un ragazzo che conoscevo
pallido come la luna,
silenzioso come la notte.

Ho pensato: non c'è vento
che ti tormenti,
sconforto o durezza del mondo
che possa angustiarti.

E sono stato indotto dalla morte
a andare verso l'infelice,
ohime! prima che lo raggiungessi
rovinò davanti ai miei piedi.

Mi sporsi sul burrone,
per cercare di trovarlo,
guardo dall'alto nel burrone
la mia pallida salma.

Ieri ho sognato
un fiume profondo,
Dio non faccia sì
che sia veritiero.

android2020 © 06.01.2017

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info