Los que esperan

Έπεσε ο άνεμος, σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας,
ένα αλέτρι συλλογισμένο, περιμένει τ’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά, το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.

Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο,
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας οι δυνατοί,
είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι,
κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, δεν είναι μονάχα στα μητρώα των φυλακών,
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, είναι οι πυκνές σιδηροδρομικές γραμμές,
που διασχίζουν το μέλλον.
Κι η καρδιά μου εμένα, τίποτα πιότερο συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι,
που κάνει καλά τη δουλειά του.


El viento se ha detenido. Silencio. En el rincón de la habitación,
un arado pensativo espera arar.
Se oye más claro el borbotar del agua en la cazuela.

Los que esperan en banco de madera,
son los pobres, los nuestros los fuertes,
los labradores y los proletarios;
cada una de sus palabras es un vaso de vino,
un currusco de pan negro,
un árbol junto a una roca,
una ventana abierta al sol.
Son nuestros Cristos, nuestros Santos.

RECITA EL POETA
Sus huellas dactilares, no están sólo en los archivos de las prisiones,
están guardadas en los archivos de la historia.
Sus huellas dactilares son densas líneas de ferrocarril,
que atravesan el futuro.
Y mi corazón, no es nada más, compañeros míos,
que una cazuela de barro ahumada,
que hace bien su trabajo.

Avellinou © 21.12.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info