Cogida y muerte. La sangre derramada. | ||
Πέντε η ώρα που βραδιάζει πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο πέντε η ώρα που βραδιάζει. Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη πέντε η ώρα που βραδιάζει. Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα πέντε η ώρα που βραδιάζει. Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια πέντε η ώρα που βραδιάζει. Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ πέντε η ώρα που βραδιάζει. Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι πέντε η ώρα που βραδιάζει. Κι η σάρκα μ’ ένα κέρατο θλιμμένο πέντε η ώρα που βραδιάζει. Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά πέντε η ώρα που βραδιάζει. Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός πέντε η ώρα που βραδιάζει. Βουβοί συντρόφοι στ’ άχαρα σοκάκια πέντε η ώρα που βραδιάζει. Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη πέντε η ώρα που βραδιάζει. Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν πέντε η ώρα που βραδιάζει. Όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο πέντε η ώρα που βραδιάζει. Τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος πέντε η ώρα που βραδιάζει. Πέντε η ώρα που βραδιάζει, πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει. Μια κάσα από καρούλια το κρεβάτι πέντε η ώρα που βριαδιάζει. Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του πέντε η ώρα που βραδιάζει. Στο μέτωπό του ο ταύρος μουγκανίζει πέντε η ώρα που βραδιάζει. Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία πέντε η ώρα που βραδιάζει. Από μακριά σιμώνει κι όλα η σήψη πέντε η ώρα που βραδιάζει. Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα πέντε η ώρα που βραδιάζει. Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι πέντε η ώρα που βραδιάζει. Και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια πέντε η ώρα που βραδιαζει. Πέντε η ώρα που βραδιάζει. Αχ! Τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει. Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια, ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ. Δε θέλω να το βλέπω! Πες στο φεγγάρι να φανεί γιατί δε θέλω πια να βλέπω το αίμα του Ιγνάθιο μες στην αρένα. Δε θέλω να το βλέπω! Αχνό φεγγάρι απ’ άκρη σ’ άκρη, άτι από σύννεφα γαλήνια και η σταχτιά του ονείρου αρένα με τις ιτιές γύρω γύρω. Δε θέλω να το βλέπω! Η θύμησή μου καίγεται! Μηνύστε το στα γιασεμιά με την αέρινη ασπράδα. Δε θέλω να το βλέπω! | A las cinco de la tarde. Eran las cinco en punto de la tarde. Un niño trajo la blanca sábana a las cinco de la tarde. Una espuerta de cal ya prevenida a las cinco de la tarde. Lo demás era muerte y sólo muerte a las cinco de la tarde. El viento se llevó los algodones a las cinco de la tarde. Y el óxido sembró cristal y níquel a las cinco de la tarde. Ya luchan la paloma y el leopardo a las cinco de la tarde. Y un muslo con un asta desolada a las cinco de la tarde. Comenzaron los sones del bordón a las cinco de la tarde. Las campanas de arsénico y el humo a las cinco de la tarde. En las esquinas grupos de silencio a las cinco de la tarde. ¡Y el toro, solo corazón arriba! a las cinco de la tarde. Cuando el sudor de nieve fue llegando a las cinco de la tarde, cuando la plaza se cubrió de yodo a las cinco de la tarde, La muerte puso huevos en la herida a las cinco de la tarde. A las cinco de la tarde. A las cinco en punto de la tarde. Un ataúd con ruedas es la cama a las cinco de la tarde. Huesos y flautas suenan en su oído a las cinco de la tarde. El toro ya mugía por su frente a las cinco de la tarde. El cuarto se irisaba de agonía a las cinco de la tarde. A lo lejos ya viene la gangrena a las cinco de la tarde. Trompa de lirio por las verdes ingles a las cinco de la tarde. Las heridas quemaban como soles a las cinco de la tarde, y el gentío rompía las ventanas a las cinco de la tarde. A las cinco de la tarde. ¡Ay qué terribles cinco de la tarde! ¡Eran las cinco en todos los relojes! ¡Eran las cinco en sombra de la tarde! ¡Que no quiero verla! Dile a la luna que venga, que no quiero ver la sangre de Ignacio sobre la arena. ¡Que no quiero verla! La luna de par en par, caballo de nubes quietas, y la plaza gris del sueño con sauces en las barreras ¡Que no quiero verla¡ Que mi recuerdo se quema. ¡Avisad a los jazmines con su blancura pequeña! ¡Que no quiero verla! | |
Avellinou © 04.12.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info