Erotócritos: Final | ||
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει κι ήκατσεν ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει. Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη μηδ’ τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι. Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα εγενήκαν πλούσα και μάνα και κερά λαλά εγίνη η Αρετούσα. Για τούτο οπού `ναι φρόνιμος, δε χάνεται στα πάθη, το ρόδο κι ο όμορφος ανθός γεννιέται μες στ’ αγκάθι. Βιτσέντζοςείν’ ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος. Στην Στείαν εγεννήθηκε, στην Στείαν ενεθράφη, εκεί `καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ’ η φύση, το τέλος του έχει να γενεί όπου ο Θεός ορίσει. | ![]() | Llegó el día luminoso, empezó un tiempo soave y se sentó Erotócrito en el trono y gobierna. Pareja de esposos tan enamorada como esta nunca hubo; ni boda de tan feliz destino, tan llena de gracias. Tuvieron hijos y nietos, todos ricos; y Aretusa se convirtió en señora madre y abuela. Por eso, quien es prudente, no se pierde en los sinsabores, la rosa y la bella flor, nacen entre espinas. Vitsendso es el poeta, del linaje Cornaro, que se halle sin culpa cuando le arrebate Muerte. En Stia nació, en Stia fue criado, allí hizo y bregó esto que os escribe. En Castro se casó cuando lo aconsejaba Natura; su fin ha de llegar do lo mande Dios. |
Avellinou © 05.07.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info