El reconocimiento | ||
Ήθελε κι άλλα να του πει μα η ομιλιά δε σώνει, πέφτει στη γης άσπρη και κρυγιά μπλιό παρ’ από το χιόνι. Εκείνος μπλιό άλλο δε μιλεί μα πλύθηκεν ομπρός τση και τς’ ηφανίστη άλλης λογής κι εγίνηκε το φως τση. Ήλαμψε ο Ρετόκριτος βγάνοντας το μελάνι, πάλι την πρώτην ομορφιά το πρόσωπό του πιάνει, χρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια κι η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια. Γνωρίζει τον η Αρετή καλά τον εθυμάται, μα δεν κατέχει ξυπνητή αν είναι ή αν κοιμάται. Εξελιγώθη, στρέφεται με σπλάχνος τον εθώρει και να μιλήσει απ’ την χαράν ακόμη δεν εμπόρει. | Quería contarle más, pero no termina su parla, cae en tierra, blanca y fría más que nieve. Ël ya no habló más; sino que se lavó ante ella y se le apareció de otra manera, hecho su luz. Relucía Erotócrito al quitarse la tinta; su rostro recobra su hermosura primera; los cabellos se pusieron dorados; las manos, marmóreas; su cara blanquirrosada, sus bellezas, de azúcar. Le reconoce Aretusa, bien le recuerda; pero no sabe si está despierta o duerme. Se recobra de su desmayo, se vuelve y le mira con cariño entrañable; y por la alegría aún no puede hablar. | |
Avellinou © 05.07.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info