(The song) Of St George | ||
Δευτέρα ήτουν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν Μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εβτομάδαν Τζαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το Βερούτιν Ψουμίν, νερόν εν εβρέθηκεν μεσά στην χώραν τούτην Ψουμίν νερόν είχεν πολλύν κατω μακρά στο πλάτος Τζειμέσα εκατώκησεν ένας μεάλος δράκος Τζαι δεν τα’ αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει Ταΐνιν του εκάμνασιν ποναν παιδίν να φάει Να ξαπολύσει το νερό, στην χώραν για να πάει Άλλοι είχαν έξι και οκτώ τζι επέμπαν του τον έναν τζι ήρτεν γυριν τ’ αφέντη μας, τ’ αφέντη βασιλέα Είχεν μιαν κόρην μονασιήν τζι είχεν να την παντρέψει Θέλοντας τζαι μη θέλοντας του δράκου να την πέψει. Παντές τζι η κόρη εν άγιος, Χριστός τζι απάκουσεν την Τον Άη Γιώρκην να σου τον ‘που πάνω κατεβαίνει τζαι με την σέλλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν Στέκεται συλλοΐζεται πώς να την σιαιρετήσει Για να την πω μουσκοκαρκιάν, μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους Για να την πω τρανταφυλλιάν, τρανταφυλλιά έχει αγκάθια Άτε ας τη σιαιρετήσουμε σαν σιαιρετούμεν πάντα Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζαι γεια σου Μουσκούς τζαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα σου τζι είντα γυρεύκεις Λυερή στου δράκου το πηγάδιν Του δράκοντα του πονηρού, να βκεί τζαι να σε φάει Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πω δε φτάνω Άνθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον Έτσι έθελεν η τύχη μου, έτσι ήτουν το γραφτό μου Μες στην τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν μου Να σου ποτζεί τον δράκοντα που κάτω τζι ανεβαίνει τζι όταν τους είδε τζι ήταν τρεις κρυφές χαρές παθαίνει Μπουκκωμαν τρώω τον άδρωπον, το γιώμαν την κοπέλλαν τζαι ως τα λιωβουττήματα άππαρον με την σέλλαν Μιαν χατζιαρκάν του χάρισεν τζι η πόλις ούλλη εσείστην τζαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζι ετσακκίστην Βκάλλει που το δισσάτζιν του μεάλον αλυσίδιν τζι έπκιασεν τζι εχαλίνωσεν τζειν’ το μεάλον φίδιν Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις Για να το δουν αβάφτιστοι να παν να βαφτιστούσιν Για να το δουν απίστευτοι να παν να πιστευτούσιν Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθθαίνει Ποιος ειν’ αυτός που μου ‘καμεν τούτην την καλοσύνην Να δώκω το βασίλειον μου τζι ούλλον τον θησαυρόν μου Να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου Τζι επολοήθην Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου Μιαν εκκλησιάν να χτίσετε, μνήμην τ’ Άη Γιωργίου Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου Που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλλίου. | ![]() | It was Ash Monday, the day they prepare the food In the boat it went the first week And it took 3 days to pass Beirut Bread and Water could not be found in this country There was lots of bread and water far down on the plain Down there there a great dragon And he wouldn't let the water flow to their country So they bargained to feed him one child each To release the water to flow to their country Some had six and others eight and they would send him one And round came the turn of our lord, the king He had but one daughter, and he had planned for her to marry Whether wanting to or not he sent her to the dragon. As though the daughter was a saint, and Christ heard her There is St George coming down with his golden saddle and golden horse He stood there wondering how to greet her To call her a clove, cloves have branches To call her a rose, a rose has thorns So let us greet as we always greet Good day young lady, good day and good health to you May cloves and roses be about your head And what are you doing young lady, by the dragons well The cunning dragon who could jump out to eat you My lord I am not enough to tell you our struggle People were turning on each other from their hunger This is what fate had for me, this is what was written In the belly of the dragon to make my grave Behold there is the dragon below, climbing up And when he saw that they were 3, he was secretly delighted I can snack on people, first the man then the girl and by the time the sun sets, the horse with it's saddle A heavy blow he dealt to him, and the whole town shook And the kings chair fell and smashed He drew out of his satchel a great chain and went and tamed the great serpent Pull it young lady and drag it to town So that unbaptised people can see it and get baptised So that unbelievers can can see it and believe Once the king had seen them he was joyous Who is it who has done me this great kindness? I'll give him all my kingdom and all my treasure And even my daughter that he may become my son And the Saint replied to him and told him I don't want your kingdom or your treasure You should build a church and dedicate it to Saint George Whose day comes on the twenty-third of April Whose day comes on the twenty-third of April. |
birmingham © 14.12.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info