Nove coltelli

Εννιά μαχαίρια μάλωναν
ποιο κόβει ποιο ματώνει
ποιο θα διαλέξει ο χάροντας
να το φοράει στη ζωνη.

Και κάποιο μαχαιρόπουλο
στη ρεματιά, στο ρέμα
να μεγαλώσει έπινε
αντίς για γάλα αίμα.

Μα το μεγαλομάχαιρο
πεντάπικρή μου αγάπη
η μοναξιά μου το’ σπρωχνε
ως της καρδιάς τα βάθη.


Nove coltelli litigavano:
quale taglia, quale fa sanguinare,
la morte quale preferisce
per averla vinta sulla vita?

E un coltellino
nella forra, nel burrone,
beveva sangue, anziché latte,
per diventare grande.

Ma la mia solitudine,
mio cinque volte triste amore,
spingeva il coltello, divenuto grande,
nel mio cuore, in profondità.

android2020 © 17.02.2017

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info