La bambola

Σε μια όμορφη βιτρίνα
στάθηκα κάποια βραδιά
και κοιτούσα έναν κούκλο
με μια κούκλα αγκαλιά

Μου άρεσε πολύ η κούκλα
και είπα ας την αγοράσω

Όμως σκέφτηκα του κούκλου
την καρδιά να μην χαλάσω

Τι θα πει πως είναι κούκλος
και αν δεν έχει και ψύχη
όταν χάνεις την συντροφιά σου
δεν έχει γλύκα η ζωή

Πέρασα το άλλο βράδυ
τα κουκλάκια για να δω
και είδα μόνο του τον κούκλο
δακρυσμένο τον φτωχό

Έχει πάει κάποιος άλλος που είχε
πιο πολλά λεφτά

Και αγόρασε την κούκλα
και την πήγε μακριά

Γύρισα συλλογισμένος
στο μικρό μου σπιτικό
να αγκαλιάσω με λαχτάρα
την γυναίκα που αγαπώ

Μα αλίμονο σε μένα
Κλάψε δόλια μου καρδιά

Έμαθα πως είχε φύγει
μ’ έναν άλλο μακριά


Davanti a una bella vetrina
mi ero fermato una sera,
e guardavo un bambolotto
abbracciato a una bambola.

Mi piacque molto la bambola
e ho pensato di comprarla.

Tuttavia ho pensato
che le avrei potuto spezzare il cuore.

Chi può sapere? Un bambolotto,
sebbene non abbia un cuore,
se perde la sua compagnia,
potrebbe perdere la dolcezza che è nella sua vita.

Sono passato la sera dopo
per vedere le bambole,
e ho visto solo il bambolotto,
piangente, poverino.

Era venuto qualcun altro che aveva
molti più soldi.

E ha comprato la bambola,
e la ha portata lontano.

Sono tornato, pensieroso,
nella mia misera casetta,
per abbracciare con desiderio
la donna che amo.

Ma, povero me,
si è messo a piangere il mio sventurato cuore.

Ho saputo che era fuggita
lontano, con un altro.

android2020 © 23.08.2017

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info