Schuld | ||
Κι ύστερα πάλι ομοβροντία τα χαράματα Διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια Τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές Περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης Κόβοντας με τις ρόδες στα δυο τον ήλιο Περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης Έμεινε πάλι πολύ σκόνη τ’απογεύματα Η σκόνη που αφήνουν πίσω τους Τα μαύρα φουστάνια των μανάδων Καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώνστα Ή από τα τμήματα των μεταγωγών Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια Με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους Σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί Που δεν μπορεί να το μασήσει Που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος | Und dann wieder Salven im Morgengrauen Die die Spatzen von den Zypressen verjagen Die Lastwagen voll beladen mit Kämpfern Auf der Fahrt zum Hinrichtungsplatz Die mit ihren Rädern die Sonne entzwei schneiden Auf der Fahrt zum Hinrichtungsplatz Es blieb wieder viel Staub am Nachmittag zurück Der Staub den hinter sich lassen Die schwarzen Kleider der Mütter wenn sie durch die Averof- oder Chatzikonsta-Straße zurückkehren Oder von den Transportabteilungen Die schwarzen Mütter mit den schwarzen Kleidern Mit ihrem Herz eingewickelt in ihre Kopftücher Wie ein Stück trockenes Brot Das er nicht kauen kann Das er nicht kauen kann – nicht einmal er, der Tod | |
Balinger © 03.11.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info