Il pescatore | ||
Πέρναγε ο ψαράς ο φουκαράς κάτω απ’ το μπαλκόνι της κυράς. Είχε στο πανέρι πρώτο πράμα, το καλύτερο της αγοράς. Αχταπόδια! Αχταπόδια! Αστακοί! Αστακοί! Όποτε κοιτάξει στο μπαλκόνι πω, πω τι παθαίνει ο φτωχός. Γόπα και μαρίδα στο πανέρι, αλλ’ αυτός φωνάζει συνεχώς. Αχταπόδια! Αχ τα πόδια! Αστακοί! Ασ’ τα ’κει! Έρχονται κυράδες, έρχονται κι οι γάτες, ο ψαράς αλλού βουρλίζεται. Κάθεται η κυρία στο μπαλκόνι λιάζεται και δε σκοτίζεται. Αχ τα πόδια! Αχ τα πόδια! Ασ’ τα ’κει! Ασ’ τα ’κει! | Passava un povero pescatore sotto il balcone di una signora. Aveva nella cesta pescato di prima scelta, il migliore sul mercato. "Polpi ! Polpi ! Aragoste ! Aragoste !". Tutte le volte che guarda il balcone, ella dice: "guarda un po' perché muore il povero: frattaglie e pesce azzurro nella cesta", ma egli grida in continuazione: "Polpi ! Polpi ! Aragoste ! Lasciali lì !". Vengono signore, vengono anche le gatte, il pescatore d'altra parte è ammattito. Si siede la signora sul balcone prende il sole e non si da pena. " Ah, i piedi ! Ah, i piedi ! Lasciali li ! Lasciali lì !". | |
android2020 © 17.11.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info