Un tascapane

Ένα σακίδιο μικρό με όνειρα γεμάτο
Το κρέμασα στον ώμο μου ξημέρωμα Σαββάτου
Και μόνος ανηφόρισα στο άγνωστο να πάω
Προδόθηκα, συγχώρεσα κι έπαψα ν’ αγαπάω

Η Κυριακή με βρήκε με ρούχα λερωμένα
Στο δρόμο να κοιμάμαι και να θυμάμαι εσένα
Η Κυριακή με βρήκε με ρούχα λερωμένα
Κι όλα τα όνειρα μου να `ναι τσαλακωμένα

Με διαβατήριο λευκό στην τσέπη βυθισμένο
Δεύτερη κάνω απόπειρα Σάββατο με το τρένο
Και μόνος μέσα στο σταθμό νυχτιάτικα αράζω
Όνειρα Κυριακάτικα στης σκέψεις μου μοιράζω

Η Κυριακή με βρήκε με ρούχα λερωμένα
Στο δρόμο να κοιμάμαι και να θυμάμαι εσένα
Η Κυριακή με βρήκε με ρούχα λερωμένα
Κι όλα τα όνειρα μου να `ναι τσαλακωμένα


Un piccolo tascapane pieno di sogni,
lo appesi alla spalla all'alba di sabato,
e da solo sono salito su un treno per partire verso l'ignoto,
sono stato tradito, ti ho perdonato, e ho smesso di amarti.

La domenica mi trovò con abiti sporchi,
a dormire per strada e a ricordarti,
La domenica mi trovò con abiti sporchi,
e mi chiedo come sia possibile che tutti i sogni che ho fatto siano così confusi.

Con il bianco passaporto sprofondato nella tasca,
lunedì faccio un tentativo, come sabato con il treno,
e, solo, di notte, raggiungo la stazione,
esamino i sogni domenicali nei miei pensieri.

La domenica mi trovò con abiti sporchi,
a dormire per strada e a ricordarti,
La domenica mi trovò con abiti sporchi,
e mi chiedo come sia possibile che tutti i sogni che ho fatto siano così confusi.

android2020 © 12.10.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info