Solitudine e povertà

Από μικρός στα βάσανα
τι κρίμα και αδικία,
τι κρίμα και αδικία
η φτώχεια να `ναι αιτία.

Η μέρα όταν σώνεται
κι ο ήλιος πάει να γείρει
εγώ το ποτηράκι μου
το πίνω ξεροσφύρι.

Κάθε μέρα φτώχεια
μοναξιά και φτώχεια
και στα δυο μου μάτια
πάντα πρωτοβρόχια.

Κάθε πρωί σηκώνουμαι
με πόνο στην καρδιά μου,
με πόνο στην καρδιά μου
και πάω στη δουλειά μου.

Από της φτώχειας τον καημό
μαράζωσε η ψυχή μου
γιατί με χίλια βάσανα
το βγάζω το ψωμί μου.

Κάθε μέρα φτώχεια
μοναξιά και φτώχεια
και στα δυο μου μάτια
πάντα πρωτοβρόχια.

Σαν γέρνω στο γιατάκι μου
το βράδυ μοναχός μου,
το βράδυ μοναχός μου
διπλός είν’ ο καημός μου.

Δεν έχω ταίρι πλάι μου
για να μου κουβεντιάσει
το κουρασμένο μου κορμί
λιγάκι ν’ αγκαλιάσει.

Κάθε μέρα φτώχεια
μοναξιά και φτώχεια
και στα δυο μου μάτια
πάντα πρωτοβρόχια.


Da bambino vivo nelle tribolazioni,
che peccato e che ingiustizia,
che peccato e che ingiustizia,
che la causa sia la povertà.

Quando il giorno finisce,
e il sole tramonta,
io il mio bicchiere
lo bevo a martello.

Ogni giorno povertà,
solitudine e povertà,
e nei miei due occhi
sempre le prime piogge.

Ogni mattina mi alzo
con il dolore nel cuore,
con il dolore nel cuore,
e vado al lavoro.

La mia anima è consumata
dal dolore per la povertà,
perché con mille tribolazioni
ci scappa solo un tozzo di pane.

Ogni giorno povertà,
solitudine e povertà,
e nei miei due occhi
sempre le prime piogge.

Quando mi corico sul mio giaciglio,
la sera, da solo,
la sera, da solo,
il mio dolore è duplice.

Non ho accanto a me una compagna
che conversi con me,
e che abbracci un pochetto
il mio corpo affaticato.

Ogni giorno povertà,
solitudine e povertà,
e nei miei due occhi
sempre le prime piogge.

android2020 © 09.10.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info