Guardie degli accampamenti

Με άσπρο πουκάμισο, γιλέκο και κολλάρο,
εξεμπαρκάραμε στην Γυάρο,
καπεταναίοι της άγονης γραμμής
οι πάντα ρωμαλέοι εμείς.

Στους συρματένιους φράχτες
στήσαμε πεζοναύτες
απέναντι, κατάματα στον ήλιο,
το παρδαλό να υπερασπίζονται βασίλειο.

Κι ύστερα αμέσως πρώτοι- πρώτοι
το ρίξαμε στο φαγοπότι.
Τραβήξαμε κρασί απ’ τους ασκούς
κι από τα παραγάδια βγάλαμε αστακούς.
Τέλος, απ’ το μεθύσι πέσαμε όλοι χάμω
και ζευγαρώσαμε στην άμμο,
ονειρευόμενοι τα βίτσια
που μας μαθαίναν τα κορίτσια
στα σπίτια της οδού Ερμού
σφυρίζοντας τραγούδια του συρμού.

'’ Άσπρο, μαύρο, σκούρο, κιάρο `'
εξεχαστήκαμε στη Γυάρο
κι ας περιμένει η Μαριγώ
με τα παιδιά και τα σκυλιά
στην Αμοργό.


Con una bianca camicia, gilè e solino,
sbarcammo α Gyaros,
noi, capitani di linee no profit,
sempre vigorosi.

Ai recinti di filo spinato
ci fermammo, di fronte
ai marinai, il sole negli occhi,
a difendere il variegato regno.

E, subito dopo, per primi
ci siamo messi a mangiare e a bere.
Abbiamo bevuto il vino dagli otri,
e dalle reti abbiamo preso le aragoste.
Infine, per l'ubriachezza siamo caduti a terra
e ci siamo sdraiati sulla sabbia,
sognando i vizi
che ci avrebbero insegnato le ragazze
nelle case di via Ermù,
fischiettando canzoni in voga.

'’Bianco, nero, scuro, chiaro"
ci siamo divertiti a Gyaros,
e che ci aspetti Marigò
con i bambini e i cani
a Amorgos.

android2020 © 28.01.2017

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info