Abejas | ||
Να σε μισήσω είν`αργά αέρας με δροσολογά με κυνηγούν οι μέλισσες κι εσύ που δε με θέλησες. Τινάζω το βασιλικό να σταματήσω το κακό σ`είχανε δέσει μάγισσες μα πάλι εσύ με ράγισες. Νυχτώνει βγαίνω να σε βρω σα φεγγαράκι δυο μερώ κλειστά παραθυρόφυλλα να μ`αγαπάς πώς το`θελα. Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές με τυραννούν οι ομορφιές οι ομορφιές οι φόνισσες κι εσύ που με λησμόνησες. Αν κλάψω μη με φοβηθείς την ένοιωσα και πριν χαθείς μια πίκρα στο ροδόνερο γιατί μ`αρνιόσουν τ`όνειρο. Θα ρίχνω εκεί που περπατάς τον όρκο μας να τον πατάς κι ας με πονούν οι μέλισσες κι εσύ που δε με θέλησες | a es demasiado tarde para odiarte Hay un viento fresco Me persiguen las abejas y tú que no me quisiste. Sacudo la albahaca para detener la maldad Te controlaban las brujas pero de nuevo me agrietaste. Llega la noche y salgo para encontrarte como una lunita de dos días Postigos cerrados Cómo quisiera que me amaras... Echo tomillo en las llamas Me torturan las bellas, las asesinas bellas, y tú que me olvidaste. Si lloro, no tengas miedo Lo sentía antes de que te fueras Una amargura en el agua de rosas porque me negabas los sueños. Ahí donde caminas echaré nuestra promesa para que la pises aunque me lastimen las abejas y tú que no me quisiste. | |
O_Amerikanos_95, Jacob (Τζέικομπ) © 07.02.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info