Una ragazza cantava | ||
Kοράσιν ετραγούδαγε σ’ ένα ψηλό παλάτι κι επήρ’ αγέ κι επήρ’ αγέρας τη φωνή, κι επήρ’ αγέρας τη φωνή στα πέλαγα, στα πέλαγα την πάει. Kι όσα καράβια τ’ άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν. Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης, ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου, τα μπάσο μούδο1 τα ’ριξε και στη φωνή πηγαίνει. Kόρη μ’ άλλαξε το σκοπό και πες άλλο τραγούδι. Kαι πως ν’ αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι, εγώ κι αν ετραγούδησα γιά μοιρολόι το ’πα: έχω άντρα στην ξενητειά, έχω αδελφό στα ξένα κι ο άντρας μ’ βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει, θέλει νερό απ’ τον τόπο του και μήλ’ απ’ τη μηλιά του, σταφύλι από το κλήμα του οπο’ ’χει στην αυλή του. Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο, ο άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε. Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι. Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει. Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από ’κει να περάσω. Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε, ’κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε. Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες, τις δέκα τ’ς έχω για ξαντό, τις δέκα για φιτίλι και τ’ς άλλες τ’ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες.2 1τα μπάσο μούδο τα `ριξε: τα έδεσε χαμηλότερα 2γιαράδες: πληγές | Una ragazza cantava in cima a un alto palazzo e il vento prese, e il vento prese la sua voce e il vento prese la sua voce, e sul mare, sul mare la portò. E tutte le navi che la sentirono ammainarono le vele. E una povera nave d'amore e d'amicizia, non ammaina le sue vele né le toglie ma alla cappa va verso la voce. Ragazza mia, cambia melodia, canta un'altra canzone. E come posso cambiare melodia, cantare un'altra canzone, se canto, canto il mio dolore: il mio uomo è emigrato, mio fratello è in terra straniera e il mio uomo si è ammalato gravemente e cerca una cura, vuole l'acqua del suo paese e una mela del suo melo, l'uva della vigna che ha nel suo cortile. E mentre cercavo l'acqua e la mela del suo melo, il mio uomo è guarito e si è trovato un altro amore. Lo maledico e poi lo compatisco. Voglio che resti appeso in alto e che poi cada in basso e che la terra sia tagliente lama che lo faccia a pezzi. E vorrei essere un passante che passa di lì. Fate bene dottori, bene combattete affilate i vostri coltelli, tagliate senza pietà. Ho un telo sul telaio di quarantacinque palmi, dieci li tengo come garza, dieci come stoppino, gli altri che mi restano per chiuder le ferite. | |
--mikita-- © 05.10.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info