Herren speisen und trinken

Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένην τάβλαν,
σε μαρμαρένην, σ’ αργυρήν και σε μαλαματένην,
κι ούλοι τρώσι και πίνουσι κι αθιολή ’ε φέρνου1
κι ο Kωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει,
τ’ ακράνη2 του τ’ Aνδρόνικου, του νιού του παινεμένου.
Mαύρος είσαι, μαύρα φορείς, μαύρον καβαλικεύγεις
μαθαίνεις τον να περπατεί, μαθαίνεις τον να δρέμει3,
μαθαίνεις τον να ’έχεται4 τον όχλον του πολέμου,
μαθαίνεις του και στεριάς ωσάν και του πελάου,
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου.


Herren speisen und trinken an einem marmornen Tisch
an einem marmornen Tisch, einem silbernen und goldenen
und alle speisen und trinken und reden nicht
und der kleine Konstantinos besingt mit leiser Stimme
seinen Gefährten Andronikos, den vielgelobten Jungen.
Schwarz bist du, schwarz trägst du, einen Schwarzen reitest du
du lehrst ihn zu gehen, du lehrst ihn zu laufen,
du lehrst ihn, das Kriegsgetöse auszuhalten,
du lehrst ihn zu Land und auf dem Meer,
und du vergisst die Frau nach der dein Herz sich sehnt.

Balinger © 10.12.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info