Sorpresa | ||
Ξημέρωμα και κανείς δεν έσκυψε στα μάτια του τα ορθάνοιχτα μέσ’ στον σκληρό αγέρα. Νεκρός έμεινε στον δρόμο μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά, μ’ ένα μαχαίρι, δεν τον εγνώριζε κανένας, δεν τον εγνώριζε κανένας, μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά και κανείς δεν έσκυψε. Μάνα, πώς έτρεμε το φαναράκι του δρόμου, μάνα, πώς έτρεμε το φανάρι, μάνα, πώς έτρεμε το φανάρι του δρόμου, το φανάρι του δρόμου. Μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά και κανείς δεν έσκυψε. Μάνα, πώς έτρεμε το φαναράκι του δρόμου, μάνα, πώς έτρεμε το φανάρι, μάνα, πώς έτρεμε το φανάρι του δρόμου, το φανάρι του δρόμου. Μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά και κανείς δεν έσκυψε. | Muerto se quedó en la calle con un puñal en el pecho. No lo conocía nadie. ¡Cómo temblaba el farol! Madre. ¡Cómo temblaba el farolito de la calle! Era madrugada. Nadie pudo asomarse a sus ojos abiertos al duro aire. Que muerto se quedó en la calle que con un puñal en el pecho y que no lo conocía nadie.///2/// Muerto se quedó en la calle con un puñal en el pecho. No lo conocía nadie. ¡Cómo temblaba el farol! Madre. ¡Cómo temblaba el farolito de la calle! Era madrugada. Nadie pudo asomarse a sus ojos abiertos al duro aire. Que muerto se quedó en la calle que con un puñal en el pecho y que no lo conocía nadie. | |
Avellinou © 01.12.2016 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info