The evenings that the gypsies, dream | ||
Όταν σε γνώρισα με κάτασπρο φουστάνι κι από τη θάλασσα τραβήξαμε πιο πέρα ήταν τα βράδια που παγώναν οι τσιγγάνοι και τραγουδούσαν να γλυκάνουν τον αγέρα. Όταν σε φίλησα Χριστέ μου, ποιος με πιάνει βγήκα στα σύννεφα κρατώντας το δοξάρι κι ήταν τα βράδια που χορεύουν οι τσιγγάνοι και μεθυσμένοι ανεβαίναν στο φεγγάρι. Όταν σ’ αγάπησα και μόνο αυτό μου φτάνει γλυκά ψιθύρισες σε κείνο το ξενύχτι ήταν τα βράδια που ονειρεύονται οι τσιγγάνοι πως δε χωράνε να κλειστούνε σ’ ένα σπίτι. Όταν χωρίσαμε η γης είχε ζεστάνει κάποια μπουμπούκια ήταν κιόλας στην αρχή τους κι ήταν η νύχτα που πουλάνε οι τσιγγάνοι για δυο φτερά κι ένα ταξίδι την ψυχή τους. | When I met you in a white dress and from the sea, we went further on, it was the evenings that the gypsies freeze up and they sang to sweeten the wind. When I kissed you! Christ, Oh me! I went out into the clouds holding the bow (fiddlestick), and it was the evenings that the gypsies dance and drunk climbing up to the moon. When I loved you, that's what is enough for me you sweet whispered in that night were the nights that the gypsies dreaming that they do not fit, to be locked in a house. When we broke up, the Earth was warm, some buds were at their very beginning and it was the night that the gypsies sell, for two feathers and a journey, their soul. | |
mitnic © 27.12.2017 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info