Ha entrado el invierno | ||
Μπήκε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα `χει χάσει και παλτουδιά καινούργια πρέπει ν’ αγοράσει μα το δικό μου κι αν επάλιωσε παλτό φράγκο δε δίνω κι ούτε νοιάζομαι γι’ αυτό Κι αν ο καθένας τουρτουρίζει από το κρύο θα την περνώ στην αγκαλιά σου μεγαλείο κι όταν το τζάκι μένει σπίτι μας σβηστό θα με θερμαίνει το φιλί σου το ζεστό Κι αν δεν ανάβουμε κουκλίτσα μου μαγκάλι θα `μαι ζεστός μες στη δική σου την αγκάλη το πιο θερμό καλοριφέρ ειν’ τα φιλιά σαν θα κοιμόμαστε κουκλίτσα μου αγκαλιά Κι έτσι δε θα `χουμε ανάγκη από φώτα θα την περνάμε μια χαρά ζωή και κότα και θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά να μη μας πιάνει ξεροβόρι ή παγωνιά | Ha entrado el invierno y la gente pobre anda loca y tiene que mercar nueva abriganza. Pero por más que haya envejecido mi abrigo no doy ni una perra, ni me preocupa. Y aunque todo quisqui tirite muerto de frío; yo lo voy a pasar de miedo entre tus brazos; y cuando la chimenea esté apagada en casa, me mantendrá caliente tu beso fogoso. Y aunque no encendamos, muñeca, el brasero; estaré calentito en tu abrazo. El radiador más caliente son los besos, cuando durmamos, muñeca, abrazados. Así no necesitaremos luces. Viviremos felices comiendo perdices. Nos acostaremos los dos a las nueve para que no nos pille mal cierzo o helada. | |
Avellinou © 08.04.2018 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info