De lachende jongeman | ||
Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή θα `ταν τιμή μου που `χασα το γελαστό παιδί Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί | De augustusochtend begon rozerood ik ging een frisse neus halen, overal stonden bloemen ik zag een rouwend meisje hartverscheurend huilen breek, mijn hart, de lachende jongeman is niet meer Onbevreesd en moedig was hij, ik zal eeuwig rouwen om zijn kwieke stap en heldere lach verdoemd het uur, vervloekt het moment waarop onze vijanden de lachende jongeman ombrachten Was hij maar aan de zijde van de leider omgekomen door een schot van een Engelsman heengegaan na een hongerstaking in de gevangenis dan was het een eer om de lachende jongeman te verliezen Mijn vorstelijke beminde, ik zeg het je met liefde om wat je hebt gedaan zal ik eeuwig treuren al onze vijanden zou je afgemaakt hebben Glorie en eer aan de onvergetelijke lachende jongeman | |
renehaentjens © 24.08.2020 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info