Migrant | ||
Καράβι ποιος σε κέντησε, ποιος σού `βαψε τα ξάρτια για να με πάρεις μακριά και να δακρύσουνε πικρά και να δακρύσουνε πικρά της μάνας μου τα μάτια Φεύγω γιατί με πίκρανε η φτώχεια και ο πόνος είχε πνιγεί η ελπίδα μου είχε σβηστεί ο ήλιος μου κι είχε χαθεί κι είχε χαθεί ο δρόμος Με δέρναν όλοι οι καιροί, μου πάγωναν τα μάτια μου κάναν πέτρα το ψωμί, μου κάναν βούρκο το νερό μου κάναν βούρκο το νερό και την καρδιά κομμάτια Φεύγω γιατί με πίκρανε... Δε μού `χαν μείνει ν’ αγαπώ δυο χέρια ν’ αγκαλιάζω μόνο τα χείλη με καημό και μια φωνή με πυρετό και μια φωνή με πυρετό τον πόνο να φωνάζω Φεύγω γιατί με πίκρανε... | Ocean liner who built you, who adorned your ropes To take me to foreign lands, and fill with bitter tears... And fill with bitter tears, my mother’s eyes. I’m leaving out of bitterness Out of poverty and pain My hopes were sunk My sun gone out And I had lost, And I had lost my way. The times enfeebled me, made my eyes stand still Turned my bread to stone, my water into swill My water into swill and broke my heart in pieces. I’m leaving out of bitterness… I had no one left to love, no hands to embrace Just lips with which to long, and my fevered voice, And my fevered voice to shout my pain. I’m leaving out of bitterness… | |
gstratig © 31.12.2020 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info