The Wedding | ||
Δε φέραν τα στολίδια σου έμποροι Βενετσάνοι και καβαλάροι Κιούρτηδες του γάμου τα προικιά μόνο απ’ το δρόμο εφτιάξαμε στεφάνια από κλωνάρι κι ήταν απογεματινή και Κυριακή γλυκιά Με το φτερό του γερακιού παίξε μου στο λαούτο σκοπό να ρίξω τον καημό σε πέλαγο βαθύ χρόνια θαρρώ τη γνώριζα προτού τη συναντήσω και δεν πιστεύει η καρδιά πως έχει πια χαθεί Σέλωσε τη φοράδα μου για το στερνό ταξίδι με πατανία κόκκινη ωσάν το δειλινό και κάμε με το χέρι σου αντήλιο σαν θα φεύγω καμάρωσέ με και μην κλαις την ώρα που κινώ Απ’ τα βουνά της μοναξιάς στον ποταμό της θλίψης κι από το δάσος της σιωπής στου πάθους τον γκρεμό πέρασα με το όνειρο στο στήθος φυλαχτάρι κι αγάπησα και μίσησα κείνο τον πηγαιμό Νιώθω του τέλους τη ματιά να με παραμονεύει σαν το θεριό που του ζητά εκδίκηση η καρδιά λες και του σκότωσα εγώ το ακριβό του ταίρι ώρα που ζευγαρώνανε μια φεγγαροβραδιά Σαν κάμεις κόρη μην της πεις πως είχες αγαπήσει κάποιον τρελό απού θελε ν’ αλλάξει το ντουνιά στης νιότης την αποκοτιά και τώρα τον σκεπάζει βαριά σαν την ταφόπλακα του κόσμου η λησμονιά Είναι και μερικές καρδιές από την άλλη όχθη που βγήκαν και ταξίδεψαν με όρτσα τα πανιά κι άλλες στης τρέλας το βυθό κι άλλες τις παραδέρνει ένα μεράκι αλύπητο σε μια φτωχή πενιά Κι έτσι κατάρα τα κρατεί κάποια παλιά τραγούδια να ταξιδεύουν ζωντανά σ’ όλες τις εποχές και τα σιγοτραγούδησαν στόματα πικραμένα τόσο πολύ που γίνανε στο τέλος προσευχές | Your finery was not brought by Venetian merchants nor your dowry by Kurdish riders we only made two laurels from branches by the road and it was a sweet Sunday afternoon. With a hawk's feather play the lute for me a tune that I might cast my longing into the sea I reckon I new her for years before we met and my heart cannot believe that she has been lost Saddle my mare for the final journey with a blanket red like the sunset and wave goodbye with your hand as I leave admire me and do not cry at when I depart From the mountains of loneliness to the river of grief and from the forest of silence to the cliffs of passion I passed with my dream a charm on my chest an I loved and hated that path I feel the end's gaze stalking me like a beast with whose heart seeks revenge as if I killed its beloved mate at the time they were mating one moonlit night When you have a daughter do not tell her that you once loved some madman who wanted to change the world in youths brashness and is now covered by the worlds forgetfulness heavy like a tombstone There are some hearts form the other shore that set out to travel with oars and sails and others in the sea-depths of madness and others being beatenι a pitiless appetite with a poor plucking (of strings) And so cursed they are held by some old songs to travel live to every age to be sung quietly by embittered mouths so often that they have become prayers. | |
trilingualsongs © 11.02.2018 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info