Abeilles

Να σε μισήσω είν`αργά
αέρας με δροσολογά
με κυνηγούν οι μέλισσες
κι εσύ που δε με θέλησες.

Τινάζω το βασιλικό
να σταματήσω το κακό
σ`είχανε δέσει μάγισσες
μα πάλι εσύ με ράγισες.

Νυχτώνει βγαίνω να σε βρω
σα φεγγαράκι δυο μερώ
κλειστά παραθυρόφυλλα
να μ`αγαπάς πώς το`θελα.

Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές
με τυραννούν οι ομορφιές
οι ομορφιές οι φόνισσες
κι εσύ που με λησμόνησες.

Αν κλάψω μη με φοβηθείς
την ένοιωσα και πριν χαθείς
μια πίκρα στο ροδόνερο
γιατί μ`αρνιόσουν τ`όνειρο.

Θα ρίχνω εκεί που περπατάς
τον όρκο μας να τον πατάς
κι ας με πονούν οι μέλισσες
κι εσύ που δε με θέλησες


Il est trop tard pour te détester.
Il y a un vent frais.
Les abeilles me poursuivent
et toi qui ne me voulais pas.

J'éparpille le basilic
pour éloigner le mal.
Des sorcières t'ont contrôlé,
mais encore tu m'as brisée.

La nuit vient, et je sors pour te chercher
comme une petite lune de deux jours.
Des volets fermés.
Je voudrais tant que tu m'aimes.

Je verse du thym dans les flammes.
Les belles me torturent,
les belles assassines,
et toi qui m'as oubliée.

Si je pleure, ne me crains pas.
Je l'ai ressentie même avant ton départ,
une amertume dans l'eau de rose,
parce que tu refusais mes rêves.

Là où tu marches je jèterai
notre promesse pour que tu marches ci-dessus,
même si les abeilles me blessent
et toi qui ne me voulais pas.

O_Amerikanos_95, Jacob (Τζέικομπ) © 11.04.2018

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info