Mirte | ||
Είχα μια θάλασσα στο νου κι ένα περβόλι, περιβόλι τ’ ουρανού. Την ώρα π’ άνοιγα πανιά για την απάνω γειτονιά. Στα παραθύρια τα πλατιά χαμογελούσε μια μυρτιά. Κουράστηκα να περπατώ και τη ρωτώ και τη ρωτώ. Πες μου, μυρτιά, να σε χαρώ: Πού θα βρω χώμα, θα βρω χώμα και νερό να ξαναχτίσω μια φωλιά για της αγάπης τα πουλιά; Στα παραθύρια τα πλατιά είδα και δάκρυσε η μυρτιά. Την ώρα π’ άνοιγα πανιά για την απάνω γειτονιά. | Ik had een zee in gedachten en een boomgaard, een hemelse tuin, toen ik de zeilen hees voor de buurt daarboven. In het brede vensterraam glimlachte een mirtestruik. Ik ben moe van het lopen en vraag hem, vraag hem: Vertel me, mirte, ik groet je, Waar vind ik grond, grond en water om weer een nest te bouwen voor de liefdesvogels? In het brede vensterraam zag ik de mirtestruik wenen toen ik de zeilen hees voor de buurt daarboven. | |
renehaentjens © 30.01.2020 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info