Het onbekende meisje

Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροντυμένη,
ωχ το βουνό;

Τώρα που τούτη
η κόρη φαίνεται,
το χόρτο, γένεται
άνθι απαλό.

Κι ευθύς ανοίγει
τα ωραία του κάλλη,
και το κεφάλι
συχνοκουνεί.

Κι ερωτευμένο,
να μη το αφήσει,
να το πατήσει,
παρακαλεί.

Κόκκινα κι όμορφα
έχει τα χείλια,
ωσάν τα φύλλα
της ροδαριάς,

Όταν χαράζει,
και η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.


Wie is dit
die afdaalt
wit gekleed,
van de berg?

Nu dit
meisje verschijnt,
ontspruit in het gras
een delicate bloem.

En meteen opent ze
haar fijne charmes,
en het kopje
schommelt heen en weer.

En verliefd vraagt ze
om niet achtergelaten,
en niet vertrapt te worden,
alstublieft.

Rood en mooi
zijn haar lippen,
als de blaadjes
van een rozenkrans,

als het dag wordt,
en de Aurora
fijne regen,
dauw verspreidt.

renehaentjens © 01.09.2018

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info