La carta | ||
Το γράμμα σου πήρα, σου στέλνω δυο λόγια μητέρα. Αν βρω ευκαιρία θα ’ρθω να σε δω κάποια μέρα. Νοστάλγησα λίγο, με πνίγει και τούτη η πόλη. Οι άνθρωποι μόνοι κι εγώ μοναχή, πάντα μόνη. Χιλιάδες ο κόσμος, δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις. Στερνή συντροφιά μου δυο τρεις παιδικές αναμνήσεις. Το χαμόγελό μου κοιτάζω στη φωτογραφία, αυτό δεν μπορεί να το σβήσει καμιά πολιτεία. Μου λες να σου γράψω γιατί τελευταία σωπαίνω κι εγώ που ακόμα δεν ξέρω αν ζω ή αν πεθαίνω στους δρόμους γυρίζω και ψάχνω για τον εαυτό μου. Κανείς δε με βρήκε ακόμα και στο όνειρό μου. Ρεκλάμες, πορείες, χαφιέδες, πανό, διαδηλώσεις. Εμπόροι ρουφιάνοι πουλάνε ελπίδες με δόσεις. Κι εσύ με ρωτάς αν αντάμωσα την ευτυχία. Γραμμένη στον τοίχο την είδα σε μια συνοικία. | Cogí tu carta, te envío dos palabras, madre Si encuentro una oportunidad, vendré a verte algún día Tuve un poco de nostalgia, me ahoga también esta ciudad La gente está sola y yo solitaria, siempre sola. El mundo tiene miles, no tienes con quien hablar Mi última compañía, dos o tres recuerdos infantiles Miro mi sonrisa en la fotografía Esto no puede hacerlo desaparecer ningún estado. Me dices que te escriba, porque últimamente me callo Y yo que todavía no sé si estoy viva o muerta Deambulo por las calles y me busco a mí misma Nadie me encontró en mi sueño siquiera. Anuncios, marchas, chivatos, pancartas, manifestaciones Comerciantes rufianes venden esperanzas a plazos Y tú me preguntas si encontré la felicidad, Escrita en la pared la vi en un barrio. | |
CMS © 28.12.2006 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info