Calle Aristotelous

Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου `ριχνα στα μάτια να πονάς

Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ

Βγάζανε τα δίκοχα οι παλιοί φαντάροι
γέμιζ’ η πλατεία από παιδιά
κι ήταν ένα πράσινο, πράσινο φεγγάρι
να σου μαχαιρώνει την καρδιά

Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ


Sábado por la tarde y horno de cal
En Aristotelous, donde envejeces
Saqué de mis bolsillos cáscaras de mandarina
Te las tiré a los ojos para que sufrieses

Jugaban los chavales a policías y ladrones
Y Argiro era la jefa
Y encendían fuegos en las calles de arriba
Supongo que sería San Juan

Los viejos soldados se quitaban las gorras
La plaza se llenaba de niños
Y había una verde, una verde luna
Acuchillándote el corazón

Jugaban los chavales a policías y ladrones
Y Argiro era la jefa
Y encendían fuegos en las calles de arriba
Supongo que sería San Juan

CMS © 02.01.2007

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info