[To Be In] Waiting (when I am waiting) | ||
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι, ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους, σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά, έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο. Κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη. όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι, γίνομαι ένα με τους τσακισμένους. | When I am waiting for you and you do not come (are not coming) my mind drifts to (those) "creased" ones to those that for hours (on end) stand in a queue outside a door or, in front of a clerk And implore with an application form in hand for a signature, for a (ridiculously) low-pension When I am waiting for you and you do not come (are not coming) I become one with the "crumpled" (ones) | |
αθέρας, ~}῁«ἀ~λε3ίΑ»῁{~ «Τῼ ΚΥΠΡῼ» © 19.03.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info