El soldado

Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη.
Ρίχνει ένα γεια σου στο φρουρό,
σαλτάρει σ’ ένα φορτηγό,
κι ο χάρος δε γλιτώνει.

Έλα στην παρέα μας, φαντάρε
κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες.

Η πόλη σαν τη γόησσα
σαν την παλιά αρχόντισσα
ανάβει τα κολιέ της.
Μα σαν τον φέρνει στα στενά
τον κουβεντιάζει η μοναξιά,
τον παίρνει αγκαζέ της.

Οι δρόμοι τον κουράσανε,
παράπονα τον πιάσανε,
στο ταβερνάκι μπαίνει.
Κάποιον να βρει για ένα πιοτό,
να ’χουν τον ίδιο τον καημό,
μαζί να δουν πού βγαίνει.


Esta noche cogió permiso
Y con el bolsillo vacío
Dispara por la ciudad
Le suelta un "hola" al guardia
Salta a un camión
Y la muerte no escapa.

Ven a nuestra compañía, soldado
Siéntate y tómate una copita
Olvídate de cuarteles y garitas
Y bebe del vino seco de nuestro corazón.

La ciudad como la hechicera
Como la vieja señora
Enciende sus collares
Pero cuando le lleva a los callejones
La soledad charla con él
Le lleva del brazo.

Los caminos le agotan
Lo cogieron quejas
Entra en la tabernita
Para encontrar a alguien para una bebida
Para que tengan la misma pena
Para que vean juntos adónde sale.

CMS © 11.04.2007

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info