El puente de Arta | ||
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι. Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν. Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες. "Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας, ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται." Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στο ποτάμι, δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι, παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα: " Άν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα, που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα." Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει. Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι. Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα, αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι. Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: "Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι." Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα. Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του. Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει: "Γεια σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες, μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;" "Το δαχτυλίδι του `πεσε στην πρώτη την καμάρα και ποιος να μπει και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι να `βρει;" "Μάστορα, μην πικρένεσαι κι εγώ να πά’ σ’ το φέρω, εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να `βρω." Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε. "Τράβα καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα, τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα." Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο. "Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας! Τρεις αδερφάδες ήμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες. Η μια `χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι. Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι κι ως τρέμουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες." "Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, που `χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει." Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει. "Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, τί έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει. | Cuarenta y cinco maestros y sesenta aprendices ponían los cimientos de un puente en el río de Arta. Todo el día lo levantaban, por la noche se venía abajo. Se lamentan los maestros, lloran los aprendices. -¡Qué dolor de nuestros esfuerzos, qué pena de nuestro trabajo! ¡Todo el día levantándolo, para que por la noche se venga abajo! Pasó por allí un pajarillo y se sentó frente al río. No cantó como pájaro, ni como golondrina tampoco, que cantó con voz humana, y de esta manera decía: -Sin el alma de una persona dentro, el puente no se asienta. Y no la de un huérfano, ni de un extranjero, ni un caminante, sino la de la bella esposa del maestro de obras, que trae la comida al alba y bien entrada la noche. Lo oyó el maestro de obras y se sintió morir. Manda recado a la juncal muchacha con el ruiseñor: “Que se vista y se cambie con lentitud, con lentitud traiga la comida, con lentitud vaya a cruzar el puente de Arta”. Pero mal entendió el pájaro, y de otro modo le dijo: “Vístete deprisa, deprisa cámbiate, deprisa lleva la comida, deprisa ve a cruzar el puente de Arta”. Allá que aparece por el camino blanco. Al verla el maestro de obras, se le parte el corazón. Desde lejos los saluda, de cerca les dice: -Hola, saludos, maestros, y a vosotros, aprendices. ¿Qué tiene el maestro de obras, que está tan afligido? -Se le ha caído el anillo en el primer arco, y ¿quién entrará y saldrá para encontrar el anillo? -Maestro, no te disgustes, que yo iré a traerlo, yo entraré y saldré para encontrar el anillo. Ni bajó del todo ni llegó a la mitad. -Súbeme con la cadena, mi bien, súbeme con la cadenita, que he revuelto cielo y tierra y no he hallado nada. Uno enfosca con la paleta, otro con la cal, va el maestro de obras y arroja una gran piedra. -¡Ay de nuestra estrella, pena de nuestro destino! Tres hermanas somos, las tres malhadadas. Una construyó el Danubio, otra el Eúfrates, y yo, la más pequeña, el puente de Arta. Igual que tiembla la hoja del nogal, tiemble el puente, igual que caen las hojas de los árboles, caigan los caminantes. -Muchacha, cambia tus palabras y echa otra maldición, que tienes un único hermano, no vaya a ser que pase. Y ella cambió sus palabras y echa otra maldición. -Si tiemblan los fieros montes, que tiemble el puente, y si caen las aves silvestres, que caigan los caminantes. Que tengo un hermano emigrante, no vaya a ser que pase. | |
kleioeuterpe © 27.04.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info