Salonicco | ||
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό | Era quella sera che spirava il Vardari l'onda guadagnava la prua braccio dopo braccio il tecnico di bordo ti ha mandato a controllare il motore ma tu ricordi Smarò e Kalamarià Hai dimenticato la canzone che cantavano i Cileni San Nicola ti protegga e la Santa del Mare la ragazza cieca che amavano il cadetto e i due di marmara, ti guida, figlio di Modigliani Sopra al tuo letto dorme indolente un serpente e la scimmia va in giro cercando i tuoi vestiti tranne tua mamma nessuno ti ricorderà in questo terribile viaggio della disperazione Sotto le luci rosse dorme Salonicco dieci anni fa ubriaca mi hai detto ti amo domani come allora e senza oro sulla manica cercherai invano la strada che porta a Depo | |
Alessio Miranda © 14.06.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info