L'incubo di Persefone (Gatsos)

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.


Lì dove spuntavano erbette e mentucce
e la terra generava il suo primo ciclamino
adesso i paesani trafficano col cemento
e gli uccelli cadono morti dentro la ciminiera.

Dormi Persefone
nell'abbraccio della terra
alla balaustrata del mondo
non affacciarti mai più.

Lì dove stavano a mani giunte gli iniziati
compunti prima di accedere al telesterio
adesso i turisti buttano mozziconi
e vanno a vedere la nuova raffineria.

Dormi Persefone
nell'abbraccio della terra
alla balaustrata del mondo
non affacciarti mai più.

Lì dove il mare si faceva benedizione
e i belati erano preghiera dei campi
adesso i camion trasportano agli arsenali
vuote carcasse ferraglia ragazzi e lamiere

Dormi Persefone
nell'abbraccio della terra
alla balaustrata del mondo
non affacciarti mai più.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 11.08.2007

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info