Magda (Gatsos) | ||
Οι φωτογράφοι σκυθρωποί άνεργοι τώρα οι μαστρωποί κι η Μάγδα μες στα μαγαζιά της δείχνει στον κόσμο τα βυζιά της. Έγινε η πόλη σαν κουρέλι κανείς δεν ξέρει πια τι θέλει κι όπου το μάτι να γυρίσεις τη δυστυχία θ’ αντικρίσεις. Επαναστάτες με σφυριά σπάσαν την πόρτα τη βαριά και προχωράν στους άδειους δρόμους με το πουκάμισο στους ώμους. Όλοι κρατάνε την ανάσα για τα φλουριά πού `χουν στην κάσα κι η Μάγδα πρώτη μες στις πρώτες κλείνει την πόρτα στους προδότες. Εκείνη κρίνει τους μισούς τους άλλους κρίνει ο Ιησούς και τους μιλά μ’ απελπισία για τη Δευτέρα Παρουσία. Αίμα η καρδιά της Μάγδας στάζει μα ο νικημένος δεν προστάζει και μόνη μες στην κάμαρά της θάβει για πάντα τα όνειρά της. | Facce scure i fotografi disoccupati ora i ruffiani e Magda dentro le sue botteghe mostra alla gente le sue tette. La città come uno straccio è diventata nessuno sa più quel che vuole e ovunque il guardo giri lo posi sulla sventura. Rivoluzionari a martellate hanno sfondato la pesante porta e avanzano nelle vie deserte con la camicia sulle spalle. Tutti trattengono il fiato per le palanche che hanno in cassa e Magda prima tra le prime chiude la porta ai traditori. Lei ne giudica una metà l'altra la giudica Gesù e parla loro senza speranza della Seconda Parusia. Sangue stilla il cuore di Magda ma il perdente non può proteggere e sola dentro la sua stanza sotterra per sempre i propri sogni. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 11.08.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info