Eri buono, eri dolce (Ritsos) | ||
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες, όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες. Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι, πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σαν χρυσάφι. Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα, τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα. Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θάμπω, που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο; Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι; Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μού κρύβει. Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές και δεν μπορεί να γίνει να καίγουνται τα χείλια μου και νάμαι μπρος στην κρήνη. | Eri buono, eri dolce, e avevi tutte le grazie, tutte le carezze del vento, tutte le viole del giardino. Il piede dal passo leggero come di tenero cerbiatto, calcava la nostra soglia e riluceva come oro. Prendevo giovinezza dalla tua giovinezza e ancora riuscivo a sorridere, non temevo la vecchiaia, disprezzavo la morte. E ora dove mi aggrapperò, dove mi appoggerò, dove mi riparerò, che sono diventata un albero secco in un campo coperto di neve ? Come posso tornare sola alla casupola deserta ? E' caduta la notte sull'alba e la mia strada non si scorge più Oh, mai si è sentito e non può succedere che le mie labbra brucino e sono presso alla fontana | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 28.08.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info