Lo straniero (N. Gatsos) | ||
Ο Ξένος ήρθε μιαν αυγή απ’ των παραμυθιών τη γη. Ποιος είναι ρωτάνε όλοι κι απορούν να καταλάβουν δεν μπορούν Άλλοι τον λέν’ Αυγερινό άλλοι τον λένε χάροντα μα εκείνος σαν τον ουρανό με συντροφιά του τ’ όνειρο είναι μακριά είναι κοντά σωπαίνει και δεν απαντά Σαν πέσει η νύχτα ξεκινά να βρει γιατάκι στα βουνά όμως δεν έμαθε κανείς αν είναι αϊτός ή Διγενής Ο Ξένος αιώνες ξαγρυπνά σκοτάδια τριγύρω του πυκνά στου κόσμου τον ύπνο το βαθύ μια μέρα και αυτός θα σταυρωθεί Όλοι σας τον γνωρίσατε μα δεν τον ξεχωρίσατε Ήρθε κοντά σας μια φορά στο δρόμο και στην αγορά σαν ήλιος και σαν αστραπή μα κανενός δεν το `χε πει Μόνο σαν μεταλάβετε τότε θα καταλάβετε πως ήταν άγουρο παιδί και κράταγε στα χέρια του μαζί με τ’άλλα αστέρια του του παραδείσου το κλειδί | Lo Straniero arrivò un'alba dalla terra delle favole. Chi è tutti domandano e non sanno che fare non riescono a capire. Chi lo chiama Lucifero chi lo chiama Caronte ma quello come il cielo compagno del suo sogno è lontano è vicino sta zitto e non risponde. Quando scende la notte se ne va a trovare un giaciglio sui monti ma non lo seppe nessuno se fosse un'aquila o Digéne. Lo Straniero veglia per secoli intorno a lui il buio è fitto mentre il mondo profondamente dorme anche lui un giorno sarà crocifisso. Tutti voi l'avete conosciuto senza riuscire a distinguerlo. Giunse presso di voi una volta nella strada e nella piazza come un sole e come un lampo ma senza dirlo a nessuno. Solo quando accogliete solo allora potete capire che era un ragazzo acerbo e teneva nelle sue mani insieme alle altre sue stelle le chiavi del paradiso. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 28.08.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info