E no, ditelo (Ritsos)

Προλογίζει ο ποιητής.

Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων,
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία.
Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν, να πουν:
" Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο". Εμείς το δίκιο το `χουμε μαζί μας και το ξέρουμε.
Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια,
στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής.
Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ’ το φόβο και πάνω απ’ τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας, στις
διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος.
Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα,
γραμμένα στο κουτί των τσιγάρων ή σ’ ένα τόσο δα χαρτί
κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα του σακακιού μας.
Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ’ το θάνατο.
Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα.
Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα τα απλά λόγια,
από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια
μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε...


Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα
στον ίδιο τοίχο π’ ακουμπήσατε.

Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που φόρεσα τις ίδιες
χειροπέδες που φορέσατε.

Κι όχι να πείτε που `κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πόνεσα μαζί σας
κι ονειρεύτηκα μαζί σας.

Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες
και με βρήκες σύντροφε.


Premette il poeta.

Una volta tiravano fuori parole e parole sui palchi di legno, le radio sbraitavano,
ripetevano i discorsi, dietro le bandiere si nascondeva la paura, dentro i timpani
vegliavano i morti ammazzati, nessuno capiva niente, le trombe
davano il ritmo forse ai passi, non davano il ritmo ai cuori. Noi cercavamo il ritmo.
Noi vegliavamo, raccoglievamo il rumore sparso delle strade, raccoglievamo i passi
sparsi, trovavamo il ritmo, il cuore, la bandiera. Non c'è bisogno, dunque, che io alzi la voce
perché mi credano e dicano " se grida tanto è perché ha ragione". Noi la ragione l'abbiamo
con noi e lo sappiamo, e per quanto a bassa voce ti parli, so che mi crederai.
Noi ci siamo abituati ai discorsi sussurrati nelle guardine, nelle riunioni, nel lavoro
di cospirazione durante l'occupazione, ci siamo abituati a poche, concise parole al di sopra del dolore e della paura. Giorno, ora, parole d'ordine nei terribili, muti angoli della notte, nei
crocicchi del tempo, che all'improvviso il proiettore del futuro illuminava.
Parole dette in fretta, un piccolo riassunto della vita, soltanto i punti salienti scritti
sul pacchetto di sigarette o su un pezzetto di carta così piccolo, da essere nascosto nella scarpa o nell'orlo della giacca. Un pezzettino di carta come un grande ponte sopra la morte.
Ah, tutte queste cose, diranno, sono men che niente. Ma tu, fratello mio, tu lo sai che da queste
parole semplici, da queste azioni semplici , da queste canzoni semplici cresce
la statura della vita, cresce il mondo, cresciamo anche noi...


E no, ditelo che non ho fatto
niente di speciale. (bis)
Solo che sono passato e mi sono appoggiato
allo stesso muro dove vi siete appoggiati voi . (bis)

E no, ditelo che non ho fatto
niente di speciale. (bis)
Solo che ho indossato le stesse
manette che avete indossato voi. (bis)

E no, ditelo che non ho fatto
niente di speciale. (bis)
Solo che ho sofferto insieme a voi
e ho sognato insieme a voi. (bis)

Solo che io ho trovato te
e tu hai trovato me, compagno . (bis)

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 22.09.2007

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info