Aivalì (M. Ganàs) | ||
Είδα στο όνειρό μου πάλι τ’ Αϊβαλί και ανάμεσά μας θάλασσα γυαλί, που την περπατούσα όπως ο Χριστός κι έφτασα στο σπίτι μου γονατιστός. Βρίσκω δύο ξένους, μάνα, στη μουριά, να κοιμούνται σαν τα καλά παιδιά. Τόσο δρόμο έκανα να `ρθώ κι ούτε ένας ίσκιος να ξεκουραστώ. Είδα στο όνειρό μου πάλι τ’ Αϊβαλί και ανάμεσά μας θάλασσα γυαλί, στο καθρέφτισμά της όλα κοντινά, σπίτια και καράβια και ψηλά βουνά. Βρίσκω μία ξένη, μάνα, στα λευκά, να ποτίζει σγουρά βασιλικά. Τόσο δρόμο έκανα να `ρθώ κι ούτε ένα φύλλο να σε θυμηθώ. Είδα στο όνειρό μου σπίτι με αυλή και ανάμεσά μας θάλασσα πολλή, για να βγω αντίκρυ δίχως να πνιγώ, δράκοντας θα γίνω όλη να την πιω. | Ho rivisto in sogno Aivalì e frammezzo a noi il mare lucente, sul quale camminavo come Cristo e giunsi a casa inginocchiato. Trovo due stranieri sotto il gelso, mamma, che dormono come bravi bambini. Tanta strada ho fatto per arrivare e nemmeno un po' d'ombra per riposare. Ho rivisto in sogno Aivalì e frammezzo a noi il mare lucente, nel suo specchio tutto sembrava vicino, case, bastimenti e alte montagne. Trovo una straniera sotto i pioppi, mamma, che innaffia ricce pianticelle. Tanta strada ho fatto per arrivare e nemmeno una fogliolina per ricordarti. Ho visto in sogno una casa con il cortile e frammezzo a noi tanto tanto mare, per uscire sull'altra riva senza annegare diventerò un drago per bermelo tutto. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 25.09.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info