Gib nicht auf, Anna

Κάνε κουράγιο, Άννα.
Πάλεψε τα χρόνια.
Άννα μου, με τις αλλιώτικες συνήθειες,
τις αλλιώτικες κινήσεις.
Είχες πολύ καλούς τρόπους.
Φαινόταν ότι ήσουν από άλλο κόσμο.
Όμως, εσύ έκανες ό,τι μπορούσες
για να μην το δείχνεις.
Δεν περιφρονούσες τη φτώχεια
αλλά ούτε σε γοήτευε ιδιαίτερα.
Όλα σε σένα ήταν διαφορετικά.
Το δωμάτιο σου με τα σπάνια αντικείμενα,
τα γράμματα, τα δώρα σου...
Σίγουρα, είχες καλύτερο γούστο από μένα!
Ερχόσουν και μ’ έβρισκες.
Το κρεβάτι μου, το στήθος σου...
Άννα, μικρή πρόστυχη κυρία.
Και κάτω απ’ τα παράθυρα βρεγμένος δρόμος,
ο ήχος του τρένου, το σούρουπο.
Και το δωμάτιο μου, Άννα,
κρεμασμένο στον αέρα,
σαν πορτοκάλι.
Κάνε κουράγιο Άννα.

Πού να `σαι τώρα;
Ποιος ξέρει πώς περνάς...
Πού να `σαι τώρα; Αχ πώς αντέχεις;
Χωρίς να έχεις αυτό που αγαπάς
και δίχως ν’ αγαπάς αυτό που έχεις...

Ξέρεις Άννα εμείς οι δυο
ήταν γραφτό να συναντηθούμε.
Τι να ξέρουν; Πώς μπορούν να ξέρουν οι άλλοι;
Συνομίληκη, μικρή ερωμένη μου.
Θυμάσαι; Εκατομμύρια στιγμές,
στιγμές που όσο πάνε και λιγοστεύουν,
έτσι όπως κάποιοι τις λεηλατούν
μπροστά στα μάτια μας, κάθε μέρα.
Άδικα παλεύω να τις κρατήσω, άδικα.
κυλάνε βουβά και φεύγουν
προς τη μεγάλη θάλασσα.
Πέρασαν τόσα χρόνια.
Δε φοράω πια το φοιτητικό μου μπουφάν
και δυσκολεύομαι να συνηθίσω
αυτό το καλοραμένο κουστούμι.
Δεν περιφρονώ το χρήμα
αλλά ούτε με γοητεύει ιδιαίτερα.
Μότσαρτ, Ρέκβιεμ, Agnus Dei, Yesterday.

Απόψε θα `ρθω στο πρώτο σου όνειρο.
Μη γεράσεις Άννα, μη γεράσεις.
Πες ψέματα στον άντρα σου.
Σκίσε την πρόσκληση, ακύρωσε το δείπνο.
Ακούμπησε με, όπως τότε, με το γόνατό σου
κάτω από το τραπέζι.
Απόψε, Άννα.
Στο καλύτερο ξενοδοχείο.
Απόψε.
Στο πρώτο σου όνειρο.
Κάνε κουράγιο Άννα.

Πού να `σαι τώρα;
Ποιος ξέρει πώς περνάς...
Πού να `σαι τώρα; Αχ πώς αντέχεις;
Χωρίς να έχεις αυτό που αγαπάς
και δίχως ν’ αγαπάς αυτό που έχεις...

Μη γεράσεις Άννα, μη γεράσεις.
Γιατί δε θα `χω πια κανέναν και τίποτα
να με κρατήσει νέο.
Μόνος μου επιμένω ακόμα εδώ,
παρόλο που άρχισε πάλι να βρέχει,
έτσι όπως βρέχει πάντα στα νησιά
Οκτώβρη μήνα.
Θυμάσαι;
Θάλασσα από μολύβι και ουρανός από πεύκα.
Απόμακρες, ανάκατες φωνές.
Η φωνή της μητέρας, του φίλου, της κόρης,
του αδελφού, της ερωμένης,
της σειρήνας του πλοίου.
Ρούχα λευκά, βιαστικά μαζεμένα,
λίγο πριν τη βροχή.
Μαζί τους χάθηκε και το φως.
Ένας σύντομος περίπατος,
ακόμα...εκεί.Δίπλα στη θάλασσα.
Κι ύστερα...τέλος, τέλος.
Κάνε κουράγιο, Άννα.

Πού να `σαι τώρα;
Ποιος ξέρει πώς περνάς...
Πού να `σαι τώρα; Αχ πώς αντέχεις;
Χωρίς να έχεις αυτό που αγαπάς
και δίχως ν’ αγαπάς αυτό που έχεις...

Κάνε κουράγιο Άννα...


Gib nicht auf, Anna.
Kämpf gegen die Jahre.
Meine Anna, mit dem anderen Naturell,
den andersartigen Bewegungen.
Du hattest schon immer ein gutes Benehmen.
Es war klar, dass du in eine andere Welt gehörst.
Aber du hast auch immer versucht,
es nicht zu zeigen.
Du hast die Armut nicht verachtet,
aber sie hat dir auch nicht sonderlich geschmeichelt.
Alles an dir war anders.
Dein Zimmer mit den all den seltsamen Dingen darin,
deinen Briefen, deinen Geschenken...
Sicher hattest du einen besseren Geschmack als ich.
Du kamst und trafst mich,
mein Bett... deine Brust...
Anna, kleine geile Lady.
Unter den Fenstern die nasse Strasse,
der lärmende Zug, die Dämmerung,
und mein Zimmer, Anna,
in der luft hängend
wie eine Orange.
Gib nicht auf, Anna.

Wo du jetzt wohl bist?
Wer weiss, wie es dir geht?
Wo du jetzt wohl bist? Wie erträgst du´s?
Ohne zu haben, was du liebst,
ohne zu lieben, was du hast?

Weisst du, Anna, es war Schicksal,
dass wir zwei uns begegnen sollten.
Was sollten sie wissen? Wie könnten die anderen wissen?
Meine kleine gleichaltrige Geliebte,
erinnerst du dich? Millionen Momente,
Momente, die immer seltener werden,
so wie sie von den anderen täglich
vor unseren Augen geplündert werden.
Vergebens versuch ich sie zu halten, vergebens.
Sie rinnen stumm dahin
und fliessen ins tiefe Meer.
So viele jahre sind vergangen...
Ich trage nicht mehr die alte Jacke aus meiner Lehrzeit,
und es fällt mir nicht leicht,
mich an diesen geschneiderten Anzug zu gewöhnen.
Ich verachte das Geld nicht,
aber es schmeichelt mir auch nicht sonderlich.
Mozart, Requiem, Agnus Dei, Yesterday.

Heute nacht komme ich in deinen ersten Traum hinein.
Werde nicht alt, anna, werde nicht alt.
Lüg deinen Mann an.
Zerreiss die Einladung, cancel das Dinner.
Berühr mich wie damals mit deinem Knie
unter dem Tisch.
Heut nacht, Anna!
Im feinsten Hotel.
Heut nacht!
In deinem ersten Traum.
Gib nicht auf, Anna.

Wo du jetzt wohl bist?
Wer weiss, wie es dir geht?
Wo du jetzt wohl bist? Wie erträgst du´s?
Ohne zu haben, was du liebst,
ohne zu lieben, was du hast?

Werde nicht alt, Anna, werde nicht alt.
Sonst hab ich niemanden und nichts mehr,
was mich jung hält.
Allein, harre ich hier trotzig aus,
obwohl es wieder angefangen hat zu regnen,
so wie es immer auf den Inseln regnet,
im Oktober.
Erinnerst du dich?
Das meer aus Blei, und der Himmel aus Pinien.
Ferne, undeutliche Stimmen,
die Stimme der Mutter, des Freunds, der Tochter,
des Bruders, der Geliebten,
die Sirene des Dampfers...
weisse Wäsche, hastig zusammengesammelt,
kurz vor dem Regen.
Mit ihnen verschwand auch das Licht.
Ein kurzer Spaziergang...
immer noch... da... neben dem Meer.
Und dann... das Ende... das Ende?
Gib nicht auf, Anna.

Wo du jetzt wohl bist?
Wer weiss, wie es dir geht?
Wo du jetzt wohl bist? Wie erträgst du´s?
Ohne zu haben, was du liebst,
ohne zu lieben, was du hast?

Gib nicht auf, Anna...

yoyodread © 15.05.2004

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info