The streets | ||
Εσύ κι εγώ κι οι δρόμοι, το φως δε λέει συγγνώμη, τρέμει, χαράζει κι ανασταίνεται, μάτια που κλαίτε μ’ αρρωσταίνετε ζητώντας τ’ όνειρο μια ζωή παραμύθι κι όνειρο. Κλειδί που σπάει στη μέση η λογική μου κι η τρέλα μου μια μολυβιά στη φανέλα μου την Κυριακή σαν ξυπνήσω γέλα μου, φοβάμαι φως μου μ’ ένα σώμα μια ψυχή δίδυμος γκρεμός η ενοχή. Εμείς οι δυο κι οι φόβοι ψωμί ζεστό που κόβει ένας εργάτης κάπου απέναντι όσα σου δίνω είναι έναντι σε κάποια πρέπει μου μια ζωή να χωράει στη τσέπη μου. | You, me and the streets Light never feels sorry it just shivers, goes down and resurrects Crying eyes make me feel sick, asking for a dream a life like fairytale and dream A key broken in the middle is my sanity and my madness a pencil mark in my shirt Smile to me when I wake up on Sunday -I’m afraid, my light- With one body and one soul Quilt and precipice are twins You, me and fears Hot bread, sliced by a worker across the street Everything I am giving to you is against my hesitations Life can be held in my pocket | |
mephistopheles © 18.10.2007 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info