Das Messer | ||
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζωνη μου σφιγμένο ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι. Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια: «Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζωσει, κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει. Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε. ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε. Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο. Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.» Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το. Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζωνη μου σφιγμένο, που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου, κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου... | An meinen Gürtel gebunden trage ich immer ein Messer bei mir, ein altes afrikanisches Messer aus Stahl so wie die, mit denen die Schwarzen gewohnt sind zu spielen, welches ich von einem alten Händler in Algier kaufte . Ich erinnere mich, als wäre es jetzt, an den alten Trödler, der, einem alten Ölgemälde von Goya gleich, aufrecht stehend bei den langen Degen und abgerissenen Uniformen, mit heiserer Stimme die folgenden Worte sagte: Auf diesem Messer hier, das du kaufen willst, liegt ein Bann von sonderbaren Legenden, und alle wissen, wer es je besaß, hat einen seiner Nächsten getötet. Don Basilio ermordete mit ihm Dona Julia, seine schöne Frau, weil sie ihn betrog, Conte Antonio brachte mit diesem Messer hier eines abends heimlich seinen unglücklichen Bruder um. Ein Schwarzer seine kleine Geliebte, aus Eifersucht, irgend ein italienischer Seemann seinen griechischen Bootsmann. Von Hand zu Hand umhergereicht, fiel es in meine Hände, vieles haben meine Augen gesehen, aber das jagt mir Schrecken ein. Komm näher, schau es dir an, es hat Anker und Wappen, es ist ganz leicht, fass es an, nicht mal ein Viertelpfund, aber ich, ich rate dir, was anderes zu kaufen. Wieviel? Nur sieben Francs - wenn du es willst, so nimm es! Einen kleinen Dolch trage ich an meinen Gürtel gebunden, den mir die Laune brachte und zu eigen machte und da ich niemanden auf der Welt hasse, um ihn zu töten, fürchte ich, dass ich ihn eines Tages gegen mich selbst richten werde. | |
Nausikaa © 22.07.2004 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info