Paluu

Στην τσέπη πέντε τάλιρα και πάω στην Αθήνα,
χαράμισα τα νιάτα μου εδώ στην ξένη γη.
Στα χρόνια που εδούλευα και προκοπή δεν είδα
αχ, πόσο ενοστάλγησα την κάθε σπιθαμή.

Οι φάμπρικες κι οι μηχανές στη σκέψη μας αμπάρα
μας κλέβουνε τα όνειρα και μένουμε φτωχοί.
Στους ώμους το σακάκι μου, στην τσέπη τα τσιγάρα
στου τρένου το διάδρομο για την επιστροφή.

Και φτάνουμε το σούρουπο μες στο σταθμό Λαρίσης.
Ποτέ δεν το περίμενα πως θα με καρτερείς.
Με της χαράς τα κλάματα ελπίδες να γεμίσεις
τη μέχρι τώρα αδέσποτη και άδεια μου ζωή.


Taskussa viisi vitosta ja menen Ateenaan,
hukkasin nuoruuteni täällä veiraalla maalla.
Vuosina joina työtä tein ja menestystä en nähnyt,
ah, kuinka kaipasin joka vaaksaa

Tehtaat ja koneet ajatuksissamme varastoittain,
meiltä varastavat unelmamme ja jäämme köyhiksi.
Hartioillani pikkutakkini, taskussa savukkeet
junan käytävällä paluumatkalla.

Ja perille tulimme iltahämärissä Larissan asemalle.
Koskaan en odottanut että minua odottelet.
Ilon kyynelin toiveet täytät
tähänastisen hallitsemattoman tyhjän elämäni.

ΜάρκοςΤο, Markus Torssonen © 13.02.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info