E' un covo di Ungari (N. Gatsos: Amorgòs,7°)

Eίναι λημέρι των Oύγγρων
που το χινόπωρο οι φουντουκιές
πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται.

Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς
να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους
και τόνε κλαίνε κι αυτές.

Kαίνε τα νυχτικά τους
και φορούν το μισοφόρι της πάπιας.
Στρώνουν αστέρια καταγής
για να πατήσουν οι βασιλιάδες
με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά
με την κορώνα και την πορφύρα.

Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
για να περάσουν οι ποντικοί
να πάνε σ’ άλλο κελάρι.

Nα μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές
να φαν τις Άγιες Tράπεζες
κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου,
οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε.


E' un covo degli Ungari
dove d'autunno i nocciòli
vanno ai loro segreti incontri.

Vedono le sagge cicogne dipingere
le loro uova di nero
e lo piangono anche loro.

Bruciano le loro camicie da notte
e indossano la sottoveste dell'anitra.
Spargono di stelle la terra
che le calpestino i re
con le loro collane d'argento
con la corona e con la porpora.

Spandono incenso nelle radure
perché vi passino i topi
e migrino in altra cantina.

E penetrino in altre chiese
a rodere i Sacri Altari
anche le civette, ragazzi miei,
le civette strepitano.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 13.02.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info