Il cavaliere e la morte - 1513 (N. Gatsos)

Καθώς σε βλέπω ακίνητο
με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι τ’ Άη Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια
μπορώ να βάλω κοντά σου
μια νερατζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους
κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
μ’ ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο.
Μα έγω που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου
θα βάλω τώρα κοντά σου
τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.

Αυτός ο μαύρος τόπος
θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ’ αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
και τότε πάλι στις σπηλιές των ποταμών θ’ αντηχήσουν
βαριά σφυριά της υπομονής
όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.


Quando ti vedo immobile
percorrere gli anni col cavallo di Akritas e la lancia di san Giorgio
riesco a porti accanto
un arancio amaro nelle pianure innevate della luna
e questa armatura che indossi posso adornarla
di un rametto di basilico e un mazzetto di menta.
Ma io che ho veduto i tuoi discendenti come uccelli
fendere il cielo della mia patria in un'alba di primavera
ti porrò adesso accanto
gli occhi tristi di un bambino
dentro il fango e il sangue dell'Olanda.

Questo luogo tenebroso
sarà verde prima o poi.
Il braccio ferrato di Goetz* rovescerà i carri
li caricherà di covoni d'orzo e di segale
e di nuovo allora nelle grotte fluviali riecheggeranno
grevi martelli della sopportazione
non per anelli e spade
ma per roncole e aratri.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 11.03.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info