Markos Hadeksessa | ||
Με το μαύρο το σακάκι και το φίνο μπουζουκάκι αριβάρισε κι ο Μάρκος μέσ’ τον Αδη μια βραδιά. Κάθισε να ξαποστάσει ύστερα για να ξεχάσει παρακάλεσε του Χάρου τη γυναίκα ταπινά Αχ βρέ μαύρη Περσεφώνη το σκοτάδι που σε ζωνει άσε λίγο να ταράξω και το κέφι σου ν αλλάξω τώρα ήρθ από τη Σύρα και τραγούδια του Παιρέα να σου ηπώ Τ άκουσαν οι πεθαμένοι και δάκρισαν οι καημένοι φλογομένοι απ το σκοτάδι και απ τη τόση λησμονιά Και ο Μάρκος τους κοιττούσε, όμορφα χαμογελούσε κάθως χάιδευε τα τέλια και ξυπνούσε τη πενιά Αχ βρε μαύρη Περσεφώνη το σκοτάδι που σε ζωνει άσε λίγο να ταράξω και το κέφι σου ν αλλάξω τώρα ήρθ από τη Σήρο και τραγούδια του Παιρέα να σου ηπώ. | Mustassa pikkutakissaan ja hienoine buzukeineen laskeutui Markos Hadekseen eräänä iltana. Istuutui lepäämään, myöhemmin kaiken unohtamaan pyysi Kuolon vaimoa kohteliaasti Ah kuule musta Persefoni, pimeyttä joka sinua ympäröi anna hieman ravistella ja mielialaasi muuttaa Nyt tulin Sirokselta ja lauluja Pireuksen sulle laulamaan Sitä kuuntelivat kuolleet ja kyynelehtivät kurjat pimeyden polttelemat, ja niin suuren unohduksen Ja Markos heitä katsoi, kauniisti hymyili samalla kun hyväili buzukin kieliä ja herätti helinän Ah kuule musta Persefoni, pimeyttä joka sinua ympäröi anna hieman ravistella ja mielialaasi muuttaa Nyt tulin Sirokselta ja lauluja Pireuksen sulle laulamaan | |
ΜάρκοςΤο, Markus Torssonen © 11.03.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info