Agamennone (O. Elytis) | ||
Γρήγορα που σκοτεινιάζει, φθινοπώριασε, Δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο, χώρια εσέ. Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου Προδομένος απομένει ποιος; ο φίλος σου. Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου που σου `μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου. Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου. Άσ’ τον άνεμο να λέει άσ’ τον να φυσά κάποιος θα `ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα. Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις ποιος ο νικητής; αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου που σου `μελλε να το βρεις απ’ τη γυναίκα σου. Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλά της η γυναίκα σου. | ![]() | Presto che si fa scuro. E' arrivato l'autunno. Non sopporto più gli uomini. All'infuori di te. Di te che parli e come il tuo cane piange la notte di tanti che erano rimane il tuo amico tradito. Agamennone Agamennone sventurato che cosa che cosa ti sarebbe toccato avere da tua moglie. Lascia che il vento dica lascia che folleggi qualcuno sarà l'Agamennone qualcuna l'assassina. Un giorno anche tu arriverai - chi ? il vincitore ma re di una terra disabitata. E dall'uno al dieci Agamennone ti conterà sulle dita la moglie tua. |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 01.05.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info