Je stond aan het raam

Στο παραθύρι στεκόσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.

Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.


Je stond aan het raam
en jouw sterke schouders
versperden onkreukbaar de toegang
tot de zee voor de vissersboten.

En je schaduw, net een aartsengel,
overspoelde het huis
en daar in je oor vonkte
de acacia als een avondster.

Het was ons venster,
de poort naar de hele wereld.
Het gaf uit op het paradijs
waar de sterren bloeiden, mijn licht

Terwijl je stond en keek
hoe de zonsondergang ontvlamde
leek je een stuurman
en de kamer een schip.

En te midden van de lauwe blauwe
vooravond, ahoi vooruit,
zeilde je me de stilte
van de Melkweg binnen.

Maar de boot leed schipbreuk
en het stuurwiel brak
en in de diepte van de wijde zee
zwerf ik nu alleen rond.

renehaentjens © 19.05.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info