Le fantassin

Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη.
Ρίχνει ένα γεια σου στο φρουρό,
σαλτάρει σ’ ένα φορτηγό,
κι ο χάρος δε γλιτώνει.

Έλα στην παρέα μας, φαντάρε
κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες.

Η πόλη σαν τη γόησσα
σαν την παλιά αρχόντισσα
ανάβει τα κολιέ της.
Μα σαν τον φέρνει στα στενά
τον κουβεντιάζει η μοναξιά,
τον παίρνει αγκαζέ της.

Οι δρόμοι τον κουράσανε,
παράπονα τον πιάσανε,
στο ταβερνάκι μπαίνει.
Κάποιον να βρει για ένα πιοτό,
να ’χουν τον ίδιο τον καημό,
μαζί να δουν πού βγαίνει.


Ce soir il a pris une permission
Et avec rien dans la poche...
Il va vers la ville
Il lance un "salut" au garde
Il saute dans un camion
Et il se moque de la mort

Viens dans notre bande, soldat
Assieds toi et prends un petit verre
Oublie les casernes et les tours de guet
Et bois du gros rouge de nos coeurs

La ville comme une enchanteresse
Comme une vieille maîtresse
Enflamme son collier
Mais quand elle le bloque dans un coin
La solitude lui fait la conversation
Et l'enlace bras dessus bras dessous

Les routes l'ont épuisé
Les plaintes l'ont rattrapé
Il entre dans la petite taverne
Pour trouver quelqu'un pour une libation
Partager le même chagrin
Voir ensemble ce que ça peut donner.

www.projethomere.com © 03.06.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info