Saturday night in Kaisariani | ||
Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελη βοριά Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους πέφταμε φωνάζοντας κάτω οι Γερμανοί Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό πικρό ψωμί Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωρά σου μάτια που γιομαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό πικρό ψωμί | The afternoon seemed stuck still like an ancient car in a climb every afternoon in our old hide-out behind the cook-shop of Deli-Voria And all things seemed like heaven, and home-baked bread And all things seemed like heaven, and sweet, sweet bread envy You recognized the steps, I was paying attention to every sound and we would light fires, our voices hushed In the evening we would write slogans on the walls and drop down, calling out "Down with the Germans" And all things seemed like heaven, and home-baked bread And all things seemed like heaven, and sweet, sweet bread What can it have been that your green eyes wanted and went after, they who used to fill the evening with morning sweetness? They went and filled with night, those deep eyes of yours one Saturday night in Kaisariani. And all things became thunder, like the sea, bitter and salt And all things became thunder and bitter, bitter bread. | |
Geeske © 18.06.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info